Page 26 - MATIES_16
P. 26

.-

το ΛΙUΓUΜΑ MAr                                                Δο"/.εύω και σά~ιο δέν eχω στό <J1Τόμα. Δέν !!χι•>
                                                              :ταιδιά, μά 'zω άcrε,•τικά . U ρbτει να δουλέlj:ω γιά
  ο' κακο'
                                                              \•i.ίχω νά π?~ώ,•ω το χαράτσι και τ' Ιlλλα δοο(­
συναπα'vτημα                                                  ματα. Καί σαν ί!χω να χοqτα(νω rιόν άγά και τον
                                                              σούμπασ11 καί κάθε '\'·ΙΑ:tνίιrοaιΙΟ που μoii ζητil,
                                 ΙΩΑΝΝΟΥ ΚΟΝΔ ΥΛΑΚΗ           γλυτώ\•ω σκι(ις άπου τ-σί sυλιέs καί χειρότεgα.
                                                              Δοι:λιεύγω, σa σκλάβος, γιά τή σ?'J.α6ιά μου.
     ι\tγα χρό\'ια πρό τoii 1821 στό l(ράσι τί'jς
                                                              Ό :τα."Τας ά,·αστέ,·αξε.
 Π~διάδας.
      Ό .Σιφογιά,·νιις 6γήκε άπό τό σπίτι του, κι'            -J(αί ποιός χριστιa\·όs δέν ει\'αι <J'"-'λά6οc
                                                              >'.αl δι\ δουλεύγει γιc'.ι τη σκλαβιά του;
 άατό πtσω ή γυ\•αίκα τοt <rά''Ιl"-'ε στή\• :τόρτα                                                        •
καί τοmε:
                                                              Στό ικεφάλι -του ό Σιφογιάν..,ης φ()ροοοε μα<:­
          Κάλια 'χα γώ νCι μ'ήν πας, i1μeρα πούναι.           ρη πέτσα. Οί Ρωμιοί τότε άπόφευγαν τα ζωηρα
       -111Cι δ&ν θa κάμω δ<'.ι καμJΑ!ιι'ι ·δουλειά, εiιλοη.
μέ,•η! Δέ σoii τδπα; θa πάω ,.α δώ αν εlναι χ.αι­             χρώματα >'..Uί φeόντι ζαν ν(ι q-α(,•ονται τα:τειΥοL

 ρός για δι.τr?..οιr~άφισμα.                                  γιά ,.α μη θεωροiiνιται έατιδειο<ιτικοί, οτε μποροϋ­

      -Ό θεΟς μαζί σου. μια :του δ~ ~· · άκο\:s.              σfJJν ,,α θεωρηθοuν άπό 't'Ούς Τούιr-'ους πρ<Υ~λητι­
~\ες :τιhs δέ θα δουλέψης· μ& μπορείς 1oii λόγου
                                                              κοί. i\tε τό 6άδισ~ια τού γαϊδάρου, σειότaνε 11
σου ,.α πας στα γονι~κά σο'\J καi να μήν κάμης
κα_uμια δου/uειά, καt Λαμπιrι'ι ''άνα:ι:                      άκρη τί'jς :ιl.τσας τoii Σ~γιά.'"'11· η (τον καθι­

      Ό γάϊδαρ<1ς πεQψε,·ε μπροστα στ-1·1,· :τόρτα            σμέ'-ος στο σaμάρι δίπλα, μέ ρωμαίικη καGάλιι,

στρωμέ,·ος, κι' ό Σιφ()γιά,>νης, ένώ τον έλυ,·ε. εί-          δπωs ιτι'μ• ίiλεγα.ν τότε <Κat τήν λέγο1"\• άκόμη.
                                                              Οί J><ο>μιοl κα6αλούσαν !\τ'(Jι γι<'.ι νc'.ι ειναι Θτοιμοι
πε σιτή γlί\'αίκα του μέ λίγο '\•εύρωμα:
       - ~[α .σoii τδπα δά, πώ\j δέ θ<'.ι δου/..έψω. Πό­      "α πεζl>ψου'' i1μα φαινό,,.α,·ε τοϋιr,-.σs. Χωρις αi: ­

 σε\j φορtς πρέπει ,.α σου τό πώ:                             τη τη,. !\y-/.αιρη δουλικι) ταπε(,·ωσι1 -rό μικgότε~ο

          'Εγώ 'πρε..-ιε ,.α σοϋ τό πώ. γιατί \·αι 6αρα       :τούχον ν' "'-ιοφέρου,, 1)το τό ξύλο.
σ"-'όλη, καί sά σου.
                                                              Σ' αiιτή 't"Ι)ν ά.νάγκη βρέθιι~ ό Σιψ1γιάν\•ηs
          Καλ(χ • καλά, εtπεν (1 Σιφογιά\•νης. Κι'
                                                              μόλις άπομαοκeύνθηκ·e λίγο άπο τό χωριό. Καί το
άφοϋ Ι!καμε τό σταυρό του, άνέGηκε στό 1•αϊδού­
ρι καί τού φώναξε «σ8>1 για νiι ξε-~ινίισει.                  συ,·απάντημα πού τοiJρθε ήτο άπό τα πιό bτίιr ο-

      Ί r γm•αί:Υ.α του ~ιεινε κάμ:τοοα λεπτα στ1'ιν          6α ποi: μ:τοροiiσα\• ,.ά τoii τ\)χΟΙi\': ά\•τίθετα eρ­
:τόριτα καt τό\• ί!βΛ>επε y' άπομακρ6'•εται. Στό
άνα~<ιξυ •μου(!μούρισε: <<:ι,fa σαν πάει .μόνο γι&            χότα" i!\•ας τοίiρκ{)ς ί!φι:mος.

να δ1"ί, γιά'ί-ντα τόν έπί'jρε τον κλιαιδεύ-ι-11ρο;>1.        'Λπό μcw,,gΙJa τόν γνώρ~σε. Και ποιόs δl<ν τ("'
                                                              γ 1•ώριtε;
      Ό .Σιφογι(ι,,..•ης ήrto έξΙ)\"fάιrιιS καt πάνω.
'Αλλά σά"V αiιτό\• δουλευτής δ&ν t)το Ιlλλ.ος στό             ΤJ Ιτα,· ό άγας τoii ί\Ιόχου, που λεγότα,. )Jό­

χωριό. rι' αύτ'ό, aν καί ήτο θεοφο6ούμενος iι με­             zογλοι~ς.
γάλη φιιλοπονία του τόν τραβούσε καμιμι<'.ι φ()ρ<'.ι
και τίς έορ'fές να μή μtνη άργός. Άλλ' ώς έλά­                τη,, 'ίδια στι~•μ1) ό Σιφογιά,•νης κατέβηκε ά­
φρωμ α ()1τ'ή συνείδησή του εΤχε τήν πρόφαση οτι
δf:,, ί!κανε 6αρι.Ας δοuλειεs τις ~ές. Διώρθω,·ε              πό τό γαϊδούρι, i!σι;ρε το ζώο στι)\' Ciκρη τοϋ
κανέ,•α rιράφο ποi)χε χαλάσει, λευτέρω,•e δέ'\·δρα
άπό παρακλάδια η sεeάδvα, καθάρ~ε το χωρά<,ρι                 δρόμου, <τό κeάτ11 σε κεί άκ(νητ·Ο, και στάθηκε κι

άπό τις πi.-τρες, i\ ξε.χόρτιζε, -και ?Wυβα/.σiiσε τό         ό ίδιος δί.-τλα νά περιμέ,•ει τη διάιία του άγ(ί.

6ράδι στο σπίιι:ι χόgτα γι<'.ι τά ζώα του η ξύ/.α.            Στά :τέ·•τε λεtοτά-, :του περίμε\·ε ό Σ ιφογιάν­
Καί οταν μια φοQ(ι ό πα.-ιaς "Ι'οw.ανε η)ν παρα­
τi1ρηση καt τούπε πώς ήταν πολυ (<tαμαι<-ιάρης>Ι,             νης. συλλογιζότα,·ιι, σέ τί διά.θεσ11 θίίβρισκε ίί{ια­
δηλαδή πUονέκτης, ένώ ώς ll't't'JXνos που ήτο δέν
εlχe πολλες άνάγκες, ό Σιφογιάννηs κοίιταξε γύ­               a"γε τό" άγά, κι' ήτο .στα δαι.μόνια του, τ(, κακό
ρω. γιά ,.α μην άκούσ11 κα\•εis κείνο :τού θάλεγε.            νά τόν περί,με•·ε. θυμό11αν η:(ι λόγια τijς γυ,·αίκ«s
·~ι' έπειτα. σιγά:
                                                              του και μετα,·οοοοε πού δέν τήν ίίκοι,'<Jε. rΙσως
      -Δέ θωρείς τu πλοi.ιτη μου, γέροντα; eiπε.
                                                              ή άμαρτία, "α δοι~λέψη μέρα έξαιρέσιμη (γιατ'
24
                                                              iJ άλ1ιθεια είν<ιι οτι κά."'tΟια δουλειCι πήγαινε \'U

                                                              κάμει) 11ο·ϊχρερε στό δρόμο wυ <το Λ1όχογλου νά

                                                              τόν τιμωρήσει.

                                                              Ό ί\16',ιογ,.ου Οτα\• &φτασε, ά~'"Τi ,.ά πεQάσει.

                                                              στ,αμάτησε~ τό., Ιlλογό του  μ."Τροστά  στό Σιcrο-

                                                              για,,·,·11 κ-αι τοι~πε:

                                                              - Ιlοϋ πας, 1μορέ;

                                                              -Στσ' όρισμο·υς σου, άγά. Πάω στ' άμπέλι

                                                              μου ,.ά κάμω μιά όλι(ι δουλειά.

                                                              -Και σήμερα δέ,· έχετε σκόλη έσε~ ol ρω-

                                                              μιοί;

                                                              Ό Σι.φογιάννηs α.ρχισε νά τρέμει.

                                                              - Ναί.σκε άγά.

                                                              -Όϊλέσα, μορέ. είναι κρίμα νά δουλεύγει

                                                              τε.τοια μέρα &,·ας ρωμιός;

                                                              - Ναίσκε άγά, άπο-.-(.ρ(θηκε ό Σιφογιάνvης, κι'

                                                              ί!rι!ρεμε Π1!{Ι~σσό1'ερο.

                                                              -Τί ~ιμιόs, έσu δeν εισαι καλ«.; χeιστιανό;.

                                                              -Δε,, εtμαι. πρέπει. άγά.

                                                              -~rα δέν εlσαι κα/.()ς ρωμιός, θά σέ κάμω

                                                              τοiiρκ.ο.
   21   22   23   24   25   26   27   28   29   30   31